ἐγκύκλιος

ἐγκύκλιος
ἐγκύκλ-ιος, ον, also α, ον Orph.A.981: ([etym.] κύκλος):—
A circular, round,

χοροί E.IT429

(lyr.), Aeschin.1.10;

τὸ ἐ. σῶμα Arist.Cael.286a11

; ἐ. κίνησις, φορά, motion in a circle, ib.293a11, 296a35;

δρόμημα θεῶν Corp.Herm.3.3

. Adv. -ίως in a circle,

φέρεσθαι Arist.Mete.339a12

, cf. Euc.Phaen.p.2 M., Hero Aut.11.8, Plu.2.1004c;

καθῆσθαι Asp.in EN10.31

.
II revolving in a cycle, recurrent: hence, at Athens, λῃτουργίαι ἐ. public services required regularly every year, opp. to those required at uncertain times, D.20.21; ἐ. δίκαια rights common to all citizens, Id.25.74.
III ordinary, everyday,

ἐν τοῖς ἐ. καὶ τοῖς καθ' ἡμέραν γιγνομένοις Isoc.3.22

, cf. 8.87, Arist.Pol.1269b35; ἐ. διακονίαι everyday duties, ib. 1263a21;

τὰ ἐ. καὶ πολιτικά Epicur.Sent.Vat.58

;

ἡ ἐ. διοίκησις IG12

(5).653.56 (Syros, i B.C.); ἐ. ἀναλώματα ib.1.329; ἐ. [τέλη] taxes farmed out annually, ib.11(2).161 A36, 203 A 29 (Delos, iii B. C.);

ταμίαι τῶν ἐ. SIG577.11

(Milet., iii/ii B. C.).
b μεγάλοις ἐ. συμπτώμασιν (sc. πάθος) commonly liable to, Phld.Ir.p.29 W.
2 Arist., τὰ ἐ. φιλοσοφήματα or τὰ ἐ., = τὰ ἐξωτερικά, Cael.279a30;

ἐν τοῖς ἐ. εἴρηται EN1096a3

.
3 ἐ. παιδεία general education, prior to professional studies, D.H.Comp.25, Plu.2.1135d;

οἱ περὶ τὰ ἐ. παιδευταί Id.Alex.7

;

τὰ ἐ. παιδεύματα Id.2.7c

, cf. Vitr.6 Praef.4, Quint.Inst. 1.10.1, Ath.4.184b, Luc.Am.45; also ἐ. ἀγωγή instruction in general knowledge, Str.1.1.22; ἐ. τέχνη Olymp.Alch.p.91 B.
IV ἐγκύκλιον, τό, tax on sales, PLond.3.1200 (ii B.C.), PAmh.2.53 (ii B. C.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκύκλιος — circular masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκύκλιος — α, ο και ος, ο (AM ἐγκύκλιος, ον) 1. «εγκύκλιος παιδεία», «εγκύκλιες σπουδές», «ἐγκύκλιοι σπουδαί», «εγκύκλια γράμματα» οι πρώτες, απαραίτητες, βασικές γνώσεις προτού κανείς αρχίσει να ειδικεύεται 2. οι ανθρωπιστικές σπουδές, γραμματική,… …   Dictionary of Greek

  • εγκύκλιος — α, ο 1. ο συνηθισμένος, κοινός, γενικός, καθολικός. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στη γενική μόρφωση, την προεπιστημονική: Στο λύκειο διδάσκονται εγκύκλια μαθήματα. 3. (για έγγραφα), που απευθύνεται σε όλους ή σε πολλούς μαζί, που κοινοποιείται σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκυκλίως — ἐγκύκλιος circular adverbial ἐγκύκλιος circular masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύκλιον — ἐγκύκλιος circular masc/fem acc sg ἐγκύκλιος circular neut nom/voc/acc sg ἐγκυκλέομαι roll imperf ind act 3rd pl (doric) ἐγκυκλέομαι roll imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КРУГ ЗНАНИЙ, КРУГ НАУК — •Έγκύκλιος παιδεία, αγωγή, εγκύκλια μαθήματα …   Реальный словарь классических древностей

  • Круг знаний —    • Έγκύκλιος παιδεία, αγωγή, εγκύκλια μαθήματα, на языке Аристотеля означали как круг знаний, так и курс преподавания, считавшиеся обязательными для образованной и свободнорожденной молодежи. Из этого понятия неверным образом образовалось (по …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐγκυκλίοις — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut dat pl ἐγκυκλέομαι roll pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυκλίοισι — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐγκυκλέομαι roll pres part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυκλίου — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυκλίους — ἐγκύκλιος circular masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”